- πορίζω
- ΝΜΑ [πόρος]1. δίνω σε κάποιον την ευκαιρία να αποκτήσει κάτι, προσπορίζω (α. «η επιχείρηση μάς επόρισε αρκετά κέρδη» β. «καὶ δύνασθαι τροφὴν ἐκ τῶν πολεμίων τοῑς στρατιώταις πορίζειν», Iσοκρ.)2. μέσ. πορίζομαια) συνάγω, αποκομίζω, προμηθεύομαι («κῆπον τινὰ καλλιεργῶν καὶ οὕτω τὴν τροφὴν ποριζόμενος», Μηναί.)β) εξοικονομώ τα απαραίτητα για να ζήσω («ἐκ δὲ τῶν ἀλλοτρίων πορίζεσθαι τὸν βίον εἰθισμένων», Ισοκρ.)αρχ.1. γίνομαι πρόξενος, προκαλώ (α. «σοφίας δὲ τοῑς μαθηταῑς δόξαν, οὐκ ἀλήθειαν πορίζεις», Πλάτ.β. «τί πάσχω θεῶν ποριζόντων καλῶς;», Ευρ.)2. μηχανεύομαι («ἐκ μείζονος διαβολῆς ἣν ἔμελλον ῥᾷον αὐτοῡ ἀπόντος ποριεῑν», Θουκ.)3. παίρνω δάνειο4. αποκτώ, κερδίζω5. μαθημ. εξάγω πόρισμα6. σπαν. μεταφέρω7. μέσ. α) (σχετικά με λόγους ή επιχειρήματα) επινοώ, βρίσκω («πορίζεσθαι αἰτίας χρηστὰς περὶ φαύλων πραγμάτων», Πλούτ.)β) επιτυγχάνω την έκδοση εγγράφου8. παθ. α) εξευρίσκομαι («ἤδη γὰρ καὶ τὰ τῆς παρασκευῆς ἐπεπόριστο», Θουκ.)β) παρέχομαι («ἀγύρται καὶ μάντεις... πείθουσιν ὡς ἔστι παρὰ σφίσι δύναμις ἐκ θεῶν ποριζομένη», Πλάτ.)γ) παίρνω τη δύναμη από κάποιον («τὰς πίστεις μεῑζον δυναμένας τὰς ἐκ τοῡ βίου γεγενημένας ἢ τὰς ὑπὸ τοῡ λόγου πεπορισμένας», Ισοκρ.)δ) γίνομαι κατάλληλος, αρμόδιος για κάτι («αἱ δὲ πράξεις αὐτῶν... πρὸς τὰ ψύχη καὶ τὰς ἀλέας πεπορισμέναι», Αριστοτ.)9. (ως απρόσ.) πορίζεταί τινιείναι στην εξουσία κάποιου.
Dictionary of Greek. 2013.